- πεζεβέγκης
- ο , πεζεβέγκα и πεζεβέγκισσα η1) бран. подлец, негодяй, -ка, мерзав|ец, -ка; 2) сводни|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεζεβέγκης — και πεζεβέντης και πεζεβένης, ο, θηλ. α και ισσα βλ. μπεζεβέγκης … Dictionary of Greek
πεζεβέγκης — ο (λ. τουρκ.), αυτός που εκδίδει τη γυναίκα του για χρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπεζεβέγκης — και μπεζεβένης και πεζεβέγκης, ο, θηλ. ισσα (Μ. μπεζεβέγκης, θηλ. μπεζεβέγκισσα) μαστροπός, ρουφιάνος νεοελ. αχρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pezevenk] … Dictionary of Greek
pezevenghi — PEZEVÉNGHI s.m. v. pezevenchi. Trimis de oprocopiuc, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 pezevénghi (pezevénghi), s.m. – Codoş, şarlatan, pungaş. – var. pezevenchiu. tc. pezevenk › per. pῑsāhäng ghid (Şeineanu, II, 295; Lokotsch 1658), cf. ngr.… … Dicționar Român